Θυμάμαι μια ιστορία απο το λύκειο με δυο στρατιώτες που έκαναν μπάνιο σε ένα ποτάμι. Ήταν και οι δυο γυμνοί και απολάμβαναν την δροσιά του νερού το κατακαλόκαιρο. Δεν μιλούσαν, απλά απολάμβαναν τον μπάνιο τους.
Είχαν ανταλάξει κανα δυο βλέμματα και κανα δυο χαμόγελα. Τι ωραία φύση, με γάργαρο δροσερό νερό. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ο ένας πως τα αντίπαλα στρατόπεδα βρισκόταν το καθένα στην όχθη του ποταμού. Απέναντι ακριβώς, τους χώριζε ένα ποτάμι. Αντάλλαξαν διαπεραστική μια ματιά και ένοιωσαν αμέσως κάτι άσχημο να συμβαίνει. Αμέσως άρχισαν να κολυμπάνε προς την όχθη του ποταμού, ο καθένας προς το στρατόπεδό του, εκεί που είχαν αφήσει τα ρούχα τους. Κολυμπούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
Ο ένας έφτασε πιο γρήγορα στον οπλισμό του, άρπαξε το ντουφέκι του και σημάδευε τον άλλο που έτρεχε σβαριδόν να αρπάξει και αυτός το ντουφέκι του. Τον σημάδευε για πολλά δευτερόλεπτα. Του περνούσαν σκέψεις απο το μυαλό, πως μόλις πριν λίγα δευτερόλεπτ ήταν και οι δυο στο ποτάμι και απολάμβαναν το μπάνιο. Ήταν γυμνοί, δεν τους χώριζε απολύτως τίποτα. Ούτε η γλώσσα, ούτε το φύλο, ούτε η έχθρα. Για μια στιγμή είχαν αποβάλει όλα αυτά που θα έπρεπε να τους χωρίζουν και απλά απολάμβαναν τ μπάνιο.
Πως ήταν δυνατόν να τον πυροβολήσει; Πως να πατήσει την σκανδάλη; Δεν του έφταιγε σε τίποτα. Μήπως δεν ήταν και αυτός ίδιος; Μήπως δεν απολάμβανε και αυτός την ομορφιά της φύσης και το ωραιο δροσερό νερό; "ΟΧΙ", σκευτόταν. Δεν μπορώ να τον πυροβολήσω. Είναι και αυτός άνθρωπος, όπως κι εγώ. Δεν έχω προσωπικά μαζί του. Σε μια άλλη στιγμή και άλλο τόπο, ίσως να είμασταν και φίλοι. Να λέγαμε και αστεία ο ένας στον άλλο και να γελούσαμε και να παίζαμε στο νερό.
Ενώ είχε το χέρι στη σκανδάλη, οι σκέψεις αυτές έτρεχαν στο μυαλό του, δεν μπορούσε να πυροβολήσει. Και ξάφνου βλέπει τον άλλο να σηκώνει το ντουφέκι, να σημαδεύει και άκουσε τον κρότο του ντουφεκιού. Το τελευταίο πράγμα που αισθάνθηκε, ήταν να πέφτει κάτω και να χάνεται το φώς. Σκοτάδι...
"Μήπως δεν έχω σάρκα; Μήπω δεν έχω οστά; Μήπως δεν έχω καρδιά που χαίρεται ή πληγώνεται; Μήπως όταν με μαχαιρώνεις δεν βγάζω αίμα;"
Δεν υπάρχουν κατακτητές και κατακτημένοι. Υπάρχουμε μόνο εμείς, οι άνθρωποι. Που ματώνουμε, πονάμε και αγαπάμε. Πρέπει να λέμε ΟΧΙ σε κάθε τι που μας αφαιρεί την ιδιότητα του ανθρώπου.Σε κάθε τι που μας εναντιώνει. Σε κάθε τι που χαλάει την υπόσταση μας. Η γιορτή του ΟΧΙ δεν πρέπει να είναι μια γιορτή εναντίωσης στον κατακτητή, αλλά μια γιορτή που μας μαθαίνει να αποβάλουμε όλα αυτά τα στοιχεία που μας στερούν τις επιλογές μας. ΟΧΙ στην υποδούλωση, στην εξαθλίωση και στην δουλεία. ΟΧΙ στην υπονόμευση της ελευθερίας. ΝΑΙ στην ανθρωπιά!!!
Είχαν ανταλάξει κανα δυο βλέμματα και κανα δυο χαμόγελα. Τι ωραία φύση, με γάργαρο δροσερό νερό. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ο ένας πως τα αντίπαλα στρατόπεδα βρισκόταν το καθένα στην όχθη του ποταμού. Απέναντι ακριβώς, τους χώριζε ένα ποτάμι. Αντάλλαξαν διαπεραστική μια ματιά και ένοιωσαν αμέσως κάτι άσχημο να συμβαίνει. Αμέσως άρχισαν να κολυμπάνε προς την όχθη του ποταμού, ο καθένας προς το στρατόπεδό του, εκεί που είχαν αφήσει τα ρούχα τους. Κολυμπούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
Ο ένας έφτασε πιο γρήγορα στον οπλισμό του, άρπαξε το ντουφέκι του και σημάδευε τον άλλο που έτρεχε σβαριδόν να αρπάξει και αυτός το ντουφέκι του. Τον σημάδευε για πολλά δευτερόλεπτα. Του περνούσαν σκέψεις απο το μυαλό, πως μόλις πριν λίγα δευτερόλεπτ ήταν και οι δυο στο ποτάμι και απολάμβαναν το μπάνιο. Ήταν γυμνοί, δεν τους χώριζε απολύτως τίποτα. Ούτε η γλώσσα, ούτε το φύλο, ούτε η έχθρα. Για μια στιγμή είχαν αποβάλει όλα αυτά που θα έπρεπε να τους χωρίζουν και απλά απολάμβαναν τ μπάνιο.
Πως ήταν δυνατόν να τον πυροβολήσει; Πως να πατήσει την σκανδάλη; Δεν του έφταιγε σε τίποτα. Μήπως δεν ήταν και αυτός ίδιος; Μήπως δεν απολάμβανε και αυτός την ομορφιά της φύσης και το ωραιο δροσερό νερό; "ΟΧΙ", σκευτόταν. Δεν μπορώ να τον πυροβολήσω. Είναι και αυτός άνθρωπος, όπως κι εγώ. Δεν έχω προσωπικά μαζί του. Σε μια άλλη στιγμή και άλλο τόπο, ίσως να είμασταν και φίλοι. Να λέγαμε και αστεία ο ένας στον άλλο και να γελούσαμε και να παίζαμε στο νερό.
Ενώ είχε το χέρι στη σκανδάλη, οι σκέψεις αυτές έτρεχαν στο μυαλό του, δεν μπορούσε να πυροβολήσει. Και ξάφνου βλέπει τον άλλο να σηκώνει το ντουφέκι, να σημαδεύει και άκουσε τον κρότο του ντουφεκιού. Το τελευταίο πράγμα που αισθάνθηκε, ήταν να πέφτει κάτω και να χάνεται το φώς. Σκοτάδι...
"Μήπως δεν έχω σάρκα; Μήπω δεν έχω οστά; Μήπως δεν έχω καρδιά που χαίρεται ή πληγώνεται; Μήπως όταν με μαχαιρώνεις δεν βγάζω αίμα;"
Δεν υπάρχουν κατακτητές και κατακτημένοι. Υπάρχουμε μόνο εμείς, οι άνθρωποι. Που ματώνουμε, πονάμε και αγαπάμε. Πρέπει να λέμε ΟΧΙ σε κάθε τι που μας αφαιρεί την ιδιότητα του ανθρώπου.Σε κάθε τι που μας εναντιώνει. Σε κάθε τι που χαλάει την υπόσταση μας. Η γιορτή του ΟΧΙ δεν πρέπει να είναι μια γιορτή εναντίωσης στον κατακτητή, αλλά μια γιορτή που μας μαθαίνει να αποβάλουμε όλα αυτά τα στοιχεία που μας στερούν τις επιλογές μας. ΟΧΙ στην υποδούλωση, στην εξαθλίωση και στην δουλεία. ΟΧΙ στην υπονόμευση της ελευθερίας. ΝΑΙ στην ανθρωπιά!!!